Θάνατος, Καλοκαίρι, Φθινόπωρο, Χειμώνας
Μυθιστόρημα
*Έντυπη έκδοση
ISBN: 978-960-9598-08-8
ISBN: 978-960-9598-08-8

*Το
βιβλίο κυκλοφορεί και σε ψηφιακή μορφή με ελεύθερη διανομή από τις Εκδόσεις Σαΐτα. Η παρούσα έκδοση του βιβλίου δεν έχει καμία σχέση με τις Εκδόσεις Σαΐτα.
Πρόκειται για αυτοέκδοση της συγγραφέως, κατόπιν προσωπικής επιμέλειας, και
απευθύνεται σε εκείνους που επιθυμούν τα βιβλία στην έντυπη μορφή τους.
Η
φροντίδα των Εκδόσεων Σαΐτα για τη δημιουργία (φιλολογική επιμέλεια, σχεδιασμό
εξωφύλλου, σελιδοποίηση) και την ανοιχτή έκδοση των ηλεκτρονικών βιβλίων, δεν
αποβλέπει σε κανένα οικονομικό κέρδος. Για τον λόγο αυτόν, στην έντυπη έκδοση
του βιβλίου δεν χρησιμοποιείται η δουλειά των συντελεστών των Εκδόσεων Σαΐτα (ο
σχεδιασμός του εξωφύλλου έγινε από την ίδια τη συγγραφέα και αυτό καθιστά
δυνατή τη χρησιμοποίησή του και στην έντυπη έκδοση), καθώς η οικονομική
εκμετάλλευση της αφιλοκερδούς προσφοράς τους θα ερχόταν σε αντίθεση με το όραμά
τους για το ελεύθερο ταξίδι των βιβλίων και τον μη κερδοσκοπικό χαρακτήρα των
συγκεκριμένων εκδόσεων.Επίσης το βιβλίο (η εκδοχή των Εκδόσεων Σαΐτα) κυκλοφορεί και ως εφαρμογή για συσκευές Android από τον Αντώνη Πανώρη (Automon).
Αριθμός σελίδων: 240
Διαστάσεις: 14.81 x 20.98
ISBN: 978-960-9598-08-8
ISBN: 978-960-9598-08-8
Τιμή:
14 €
Παραγγελίες

Μπορείτε να παραγγείλετε το βιβλίο
μέσω της παρακάτω φόρμας παραγγελιών
(με αντικαταβολή, σύμφωνα με τον τιμοκατάλογο των ΕΛ.ΤΑ.)
μέσω της παρακάτω φόρμας παραγγελιών
(με αντικαταβολή, σύμφωνα με τον τιμοκατάλογο των ΕΛ.ΤΑ.)
*Τα προσωπικά δεδομένα που δηλώνετε προορίζονται αποκλειστικά και μόνο για την αποστολή του βιβλίου, καθώς τηρούνται οι διατάξεις του Ν. 2472/97 σχετικά με την προστασία από επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.
Είχα πάντα στη ζωή μου έναν ίσκιο, όχι ίδιο με εκείνον που αφήνεις στην άκρη του δρόμου σε έναν βραδινό περίπατο κάτω από τα φώτα. Έναν ίσκιο από κείνους που έχουν δικό τους σχήμα και μέγεθος, διαφορετικό από το δικό σου και που, όταν δείχνεις θάρρος και γυρνάς πίσω να τους δεις, δε γυρνούν κι αυτοί μαζί σου, παρά μένουν εκεί σαν να σε κοιτούν κι εκείνοι.
Είχα πάντα στη ζωή μου έναν ίσκιο να με ακολουθεί, μόνο που τον δρόμο τον παράγγελνε αυτός… Και δεν έζησα παρά λιγοστές στιγμές μέσα σε δυνατό φως, οπότε δεν τον αποχωρίστηκα σχεδόν ποτέ…
«Θεέ μου, τι έκανες πάλι;
Πότε σε απογοητεύσαμε τόσο, για να μας φυλάς τέτοια τιμωρία;
Μας σκότωσες, Θεέ μου! Μας έστησες στον τοίχο και μας εκτέλεσες με τη σειρά… Σαν να υπήρξαμε τα χειρότερα έργα σου…»
Είναι τόσο αυστηρή και ανισόρροπη δασκάλα η πραγματικότητα, που μπορεί να κάνει τα πάντα για να σε μάθει ποτέ να μη λες «ποτέ» και «πάντα»…
Πώς είναι δυνατόν ένα τόσο κουρασμένο μυαλό να ζει μέσα σε ένα τόσο πληγωμένο κορμί και να μην μπορεί να αποφασίσει ποια πληγή είναι η πιο δυσβάσταχτη;
Μας κοιτούσα και σκεφτόμουν «Ποιοι είμαστε; Πού πήγαν αυτοί που ήμασταν; Είμαστε καλύτεροι ή χειρότεροι τώρα; Είμαστε ικανοποιημένοι ή απογοητευμένοι;»
Και είμαι σίγουρος, τα ίδια σκεφτόμασταν όλοι…
Είμαστε μονάχα η ανάμνηση και η φαντασία. Αλλά κι αυτά ακόμα, τον καθέναν τον κατοικούν και τον στοιχειώνουν διαφορετικά…
Είναι επιπόλαιος και πεισματάρης ο ήλιος του καλοκαιριού.
Άμα τύχει και θυμώσει, σου ξημερώνει αλλόκοτες μέρες. Και ρίχνει τις αχτίδες του σε όσα δεν θέλεις να δεις.
Το πιο σπουδαίο μου απόκτημα φορούσε τη μάσκα του παντοτινού κι έτσι δεν έκανα τίποτα για να το κρατήσω να μη φύγει. Το κράτησα χαλαρά, δίχως καμιά δύναμη στα χέρια μου κι όταν έκανε να μου ξεφύγει δεν αντιστάθηκα, δεν σήκωσα καμία πέτρα από το χώμα για να το χτυπήσω και να πάψει να σαλεύει και να ξεγλιστρά.
Έτσι τη θανατώνεις τη νίκη σου. Σταματάει το παιχνίδι. Κι η ζωή λαχανιάζει πια μονάχα απ’ τον οδυρμό.
«Τι περίμενες, Θεέ μου;
Ποιον θέλησες να δοκιμάσεις;
Έσπασες το καβούκι της πιο αδύναμης χελώνας και ύστερα στάθηκες από πάνω της και την παρατηρούσες.
Μα τι θα μπορούσε να κάνει που να μην το είχες φανταστεί;»
Κάπου εκεί γύρω στην αυλή άνοιξα κι εγώ μια τρύπα κι έθαψα το παιδί που ως τότε κυοφορούσε η καρδιά μου. Έγινα ένα άδειο κλουβί και μάθαινα σιγά σιγά να μη μου λείπει το σκαρφάλωμα στα κάγκελα, της καρδερίνας που ζούσε κάποτε μέσα μου, το τσίμπημα από το ράμφος της ή οι μικρές απόπειρες για πέταγμα.
Είναι πόνος οξύς το να αισθάνεσαι «μικρός» καθώς μεγαλώνεις, επειδή για τα σημάδια που κάποτε δε διάβασες, κάτι όμορφο δε θα μεγαλώσει ποτέ…
Τελικά η αποδοχή της μετριότητας είναι ισορροπία ή συμβιβασμός;
Ή μήπως εθελοτυφλία;…
Πάντα κάτι θα λείπει.
Και πάντα θα κρατάμε τα μάτια δεμένα μπροστά σε κάτι που είναι εκεί…
Τρεις μέρες, τεράστιες και τόσες δα μαζί, τρεις μέρες που με σημάδευαν με κάθε τους λεπτό. Σαν εποχές που αφήνουν πίσω η καθεμιά τα δικά της χνάρια στις ζωές μας.
…Καλοκαίρι… Φθινόπωρο… Χειμώνας…
Έμοιαζα πάλι να στέκομαι στην άκρη ενός Ανθόκηπου και να περιμένω την άνοιξη…
…Να περιμένω…
Ποιες λέξεις θα μπορούσαν να δηλώσουν με σαφήνεια την ασάφεια των συναισθημάτων που μπορεί να φέρει μια στιγμή ηλεκτρισμένη και νοτισμένη με το άρωμα του παρελθόντος;
Ίσως όλα τα παράγωγα και τα συνώνυμα της σιωπής…
-Εδώ είναι η ζωή η πραγματική, ε; Χωρίς αστρολούλουδα. Εδώ καρφώνουμε στα κεφάλια μας προβληματισμούς και σκέψεις βασανιστικές.
Μπορείς να παραδεχτείς πως είσαι ευτυχισμένος, πως σου αρκούν τα όσα γεύεσαι ήδη. Μα η γεύση ενός και μόνο φιλιού, έχει τη δύναμη να σε εγκλωβίσει μέσα στην πιο τυραννική συνειδητοποίηση…
…τη συνειδητοποίηση όσων δεν είσαι και όσων δεν έχεις.
Γλυκιά τυραννία.
Κι αναρωτιέσαι «Γιατί είσαι εδώ; Γιατί δεν φεύγεις;»…
Κάθε κύκλος που κλείνει, μπορεί να γίνει μια θηλιά γύρω από τον λαιμό, ένα μαύρο μαντήλι γύρω από τα μάτια ή ένα δαχτυλίδι λαμπερό, φορεμένο στο δάχτυλο της συνείδησής μας.
Ο νους μας είναι εκείνος που ή θα δέσει τη θηλιά, ή θα τυλίξει το μαντήλι, ή θα φορέσει το δαχτυλίδι.
Η καρδιά μας είναι απλώς ο θεατής.
Μα κάθε έργο, δημιουργείται από την ψυχή για την ψυχή και τελειοποιείται για τον θεατή...
Είναι πιο εύκολο πολλές φορές να υπάρχουν φταίχτες για τα βάσανά μας. Μας κάνουν να αισθανόμαστε μια σταλιά ανακούφισης, πως ήταν κάτι έξω από εμάς. Μα για όλους εκείνους που απεχθάνονται τη μοιρολατρία, δεν υπάρχει, αν το καλοσκεφτείς, τίποτα πιο μοιρολατρικό από αυτό. Απλώς αντί να κατηγορούν την κακή μοίρα, της δίνουν το όνομα κάποιου κοινού θνητού.
«Να με κάνεις ό,τι θέλεις εσύ! Να με πάρεις κοντά σου και να μην ανησυχήσεις αν με πιάσεις σιωπηλό. Θα είναι επειδή δεν σου ταιριάζουν οι λέξεις που ως τώρα έχω μάθει. Θα είναι που δεν θέλω να μάθω άλλες, δεν θέλω να μιλάω άλλο πια. Γιατί τόσα χρόνια που μιλούσα, τίποτα δεν έχω πει. Για να έρθω απόψε και να ζωγραφίσω πάνω στα μαλλιά σου τις εικόνες που με τόσον πόνο έχω συλλέξει… Να με κάνεις ό,τι θέλεις εσύ! Κι ας μη σου το λέω με λόγια. Κι ας μη με ακούς. Κι ας θαμπώνουν οι μορφές μας στο σκοτάδι. Τα χέρια μας, τα μάτια μας, τα χείλη μας συζητούν για όλα όσα ποτέ δεν θα ακουστούν. Για όλα όσα με μάγεψες για να λέω… δίχως λέξεις…»
Δε με κυνηγούσε η ανάγκη να κατηγορήσω κανέναν πια. Μονάχα εκείνη η ανατριχίλα με κυρίευε. Το συναίσθημα που θα είχε κάποια έμψυχη μαριονέτα. Ένιωθα πως ήρθα σε αυτή τη ζωή με πεπρωμένο προκαθορισμένο. Πεπρωμένο που προστάζει να αγαπήσω παράφορα ό,τι είναι πιο κοντά σε αυτά που έχω ανάγκη να μισώ. Κι έτσι λάτρευα εκείνα τα χέρια, με τα σχοινάκια περασμένα στα δάχτυλα, που με χόρευαν και με λειτουργούσαν και μου έδιναν για ζωή μια ζωή της αρεσκείας τους.
«Θεέ…
από τα δάχτυλά σου ανάμεσα, τρέχει το αίμα μου.
Είμαι το σπαρταριστό σου, αλλόκοτο, φαιδρό, καταματωμένο σου παιχνίδι.
Κι αναπνέω ακόμα…
Ας ήξερα τι με κάνει τόσο σπουδαίο για σένα,
να το έπαυα…»
Ξέραμε και οι δυο πως είχε τελειώσει…
Βλέπαμε ο ένας τον άλλον μέσα από τις ραγισματιές, μέχρι που μας έπιανε ίλιγγος.
Θα ορκιζόμουν πως έβλεπα το ραγισμένο γυαλί, πως έπειτα το είδα να σπάει, αλλά πως ποτέ δεν άκουσα την πραγματική έκρηξη που το ράγισε.
Θα ορκιζόμουν πως δεν έγινε έκρηξη, μα πως το ράγισε η σιωπή…
Πόσα μπορεί να πει το δέρμα μας ώρες ώρες για μας και τη ζωή μας!
Και πόσο σφιχτά αγκαλιάζει της ψυχής μας τα σημάδια, με σκοπό να τα αποκρύψει, να τα προστατέψει…
Κι ας μην τα καταφέρνει. Πολλές φορές δεν το θέλουμε κι εμείς οι ίδιοι.
Πολλές φορές, ο καθρέφτης μας κηρύττει όσα χιλιάδες γλώσσες και στόματα δεν θα μπορούσαν ποτέ.
…κάθε φορά που κατέβαινα από το καράβι, έβλεπα ριζωμένα εκεί τα δέντρα όλων αυτών που νόμιζα πως δεν υπήρχαν πια. Εγώ δεν είχα καταστρέψει τίποτα, παρά μοναχά κάποια κλωνάρια που είχα κόψει φεύγοντας από εκεί.
Είναι κάποιες φορές που εύχεσαι να μπορούσες να ανάψεις μια φωτιά τη ζωή σου και να λαμπαδιάσει ο τόπος, να μείνει μονάχα η στάχτη της, να δούμε με τι θα έχει να παίζει ο Θεός έπειτα…
«να προσέχεις τι εύχεσαι, γιατί μπορεί να πραγματοποιηθεί…»
«…αυτό δε θέλουμε κι εμείς;»
«…θέλουμε άραγε;…»
Δεν ξέρω τι είναι αυτό που κάνει δυο ανθρώπους να κοιτάζονται στα μάτια έπειτα από χρόνια και να αισθάνονται πως βρίσκονται εκεί που πρέπει να βρίσκονται.
Όταν οι άνθρωποι αγοράζουν τα ταξιδιωτικά τους εισιτήρια, οι δαίμονες μαζεύονται είτε στα σημεία αναχώρησης είτε στα σημεία άφιξης για να διασκεδάσουν.
Σε κάποιους ανθρώπους θαρρείς πως δεν τους ταιριάζει καθόλου ο θάνατος. Κι όταν πεθάνουν συνειδητοποιείς πως, μέχρι εκείνη τη στιγμή, κάτι μέσα σου πίστευε πως δεν θα προλάβαινες να συναντήσεις τον θάνατό τους.
«Θεέ…
για να δεις αν αντέχω με μαστιγώνεις έτσι, ή επειδή το ξέρεις πως αντέχω;
Από κάθε σκίσιμο του δέρματός μου, τρέχει το αίμα σου.
Γιατί με σπατάλησες έτσι;…
Μένω σιγά σιγά αδειανός από σένα…»
Ακόμα κι ένας άνδρας στα πενήντα του μπορεί να έχει την ανάγκη να βρει ξανά εύκαιρη μια ηλιαχτίδα και να σκαρφαλώσει πάνω της. Και γεύτηκα πολύ σκοτάδι στη ζωή μου, θα άρπαζα αμέσως μια φιλόξενη ηλιαχτίδα.
Κάποτε θα ένιωθα την ανάγκη να καθίσω και να προσευχηθώ, να παρακαλέσω, να διαπραγματευτώ ακόμα. Να διεκδικήσω με όλη τη δύναμη της θέλησής μου μια διαφορετική εξέλιξη, λιγότερο οδυνηρή.
Αλλά πλέον το πιο δυνατό μου συναίσθημα ήταν η οργή.
Δεν ήθελα να ακουμπήσω σε καμία προσευχή.
Δεν ήθελα κανέναν θεό που να του τάζω και να περιμένω ανταλλάγματα.
Δεν ήθελα κανέναν θεό να πιστεύει σε εμένα.
Η πραγματική μου ανάγκη ήταν να μπορούσα να κόψω, και με τα δόντια ακόμα, τα σχοινάκια από τα οποία κρεμιόμουν κι έπειτα να ξεράσω αηδιασμένος πάνω στα χέρια που τα κρατούσαν.
Ο μόνος λόγος που χρειαζόμουν κάποιον Θεό, ήταν για να μπορέσω να τον περιφρονήσω.
Εκεί, στη μέση ενός ολάνθιστου ανθόκηπου, με τη θάλασσα πέρα να ανακατεύει τη χρυσόσκονη του μεσημεριανού ήλιου, με τα κελαηδήματα των πουλιών και τα τζιτζίκια που κάλυπταν όλα τα «σίγμα» του ξεσπάσματός μου, εκεί, στη μέση εκείνου του έξοχου δημιουργήματός του, ήθελα να τον αποδοκιμάσω και να τον κατηγορήσω για όλη την ασχήμια του κόσμου.
Η άγνοια είναι ένα φαγώσιμο που του δίνει ο καθένας όποια γεύση και όποια μορφή θέλει. Όταν έχεις γευτεί πολύ θάνατο στη ζωή σου, η γεύση της άγνοιας είναι αυτή που προτιμάς να σου γαργαλάει γλυκά τον ουρανίσκο.
«Όλα μου τα συντρίμμια μου τα τακτοποίησες! Παράπονο δεν έχω… Εύγε, Θεέ… Εύγε!...»
Αρχή